- παροψήματα
- παρόψημαdainty side-dishneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρόψημα — τὸ, Α [παροψώμαι] 1. εκλεκτό έδεσμα που προσφέρεται επί πλέον απ ό,τι περιμένουν οι καλεσμένοι 2. φρ. «παροψήματα τῶν ἀμπέλων» καρποφόρα δέντρα, φυτεμένα ανάμεσα στα κλήματα (Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek